- ἐκπερισπασμός
- ἐκ-περι-σπασμός, ὁ, das Heraus- u. Herumziehen; ein Reitermanöver
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εκπερισπασμός — ἐκπερισπασμός, ο (Α) στρατιωτικός ελιγμός τού ιππικού κατά τον οποίο οι στρατιώτες από τη θέση τής αντιμετωπίσεως τού εχθρού απ όλες τις πλευρές άλλαζαν θέση ώστε να τόν αντιμετωπίσουν προς μία μόνο κατεύθυνση … Dictionary of Greek
ἐκπερισπασμός — a right about face masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπερισπασμῶν — ἐκπερισπασμός a right about face masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπερισπασμόν — ἐκπερισπασμός a right about face masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)